Θέλω απλά να καταγράψω μερικές εικόνες και σκέψεις.
· 9 και κάτι το πρωί κατεβαίνουμε με μάνα και πατέρα την Ερατοσθένους. 2 νεαροί μαζεύουν τούβλα και πέτρες από τα μπάζα μιας οικοδομής και κατηφορίζουν προς την Β.Κων/νου. Μια γυναίκα τους φωνάζει ότι αυτό που κάνουν είναι απαράδεκτο κι αυτοί της απαντούν «Εσύ μας έφτασες εδώ μωρή. Βούλωσ’το τώρα...»
· 9:30 φτάνουμε στο Καλλιμάρμαρο. Μα καφέδες και τσιγάρα στο χέρι. Γύρω δεν υπάρχει ψυχή. Έχει γίνει ήδη χρήση χημικών. Διμοιρία από απέναντι έρχεται και μας διατάζει να φύγουμε από το πεζοδρόμιο και να πάμε απέναντι. Αρνούμαστε. Μας σπρώχνουν. Η μητέρα μου κάθεται κάτω. Ο Ματατζής λέει «αυτή συλλαμβάνεται». Ο πατέρας μου βάζει τα κλάμματα κι αρχίζει να τους φωνάζει «δεν μπορεί αυτή να είναι η χώρα μου». Επιχειρούν να σύρουν τη μάνα μου κι αρχίζω να ζητάω τα στοιχεία τους, ενώ με σπρώχνουν. Τελικά μένω μαζί της λέγοντας «Συλαμβάνομαι κι εγώ μαζί με την κυρία». Ο πατέρας απέναντι απομονωμένος από τη διμοιρία μουρμουράει κλαίγοντας «σας μάθαινα γράμματα 35 χρόνια». Χτες ήταν η γιορτή του.
· Αμαλίας 3:00 το μεσημέρι. 60αρης αρχίζει να φωνάζει σε Ματατζή: «Τα παιδιά σου τα δέρνεις; Το δικό μου γιατί το δέρνεις; Ποιον χτυπάς; Τη μάνα σου; Τον πατέρα σου; Τους συγγενείς σου; ΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ;! ΠΡΟΔΟΤΗ»
· Αμαλίας 4:00 περίπου. Έχουν κολήσει σ’ ένα τηλεβόα το ραδιόφωνο. Ακούμε την ψηφοφορία. Η σιγή νεκρική.
· Φιλελλήνων 6:00. Τραβάω φωτογραφίες. Έρχεται ένας πιτσιρικάς 20κάτι και μου λέει «Θα με βγάλεις μια φωτογραφία; Θέλω κάτι να θυμάμαι ότι ήμουν εδώ σήμερα». Σηκώνω τη μηχανή να τον βγάλω και του λέω γελώντας «Αλλιώς θα το ξεχάσεις;». Μου απαντά «Δίκιο έχεις» και φεύγει τρέχοντας να βρει τους φίλους του.
· Αμαλίας και Όθωνος 8:00. Οι διμοιρίες έχουν μαζευτεί εκεί και ρίχνουν άνευ λόγου χημικά στους ελάχιστους που έχουν μείνει. Έτερος πιτσιρικάς τους φωνάζει «Γιατί δεν αυτομολείτε ρε γμτ;! γιατί;!». Τους κοιτούσε σαν να περίμενε κάποιο λογικό επιχείρημα για την παρουσία τους εκεί.
· Αμαλίας περασμένες 8:00. Με τη μάσκα και τα γυαλιά κολύμβησης για να αντέξω τα χημικά επιχειρώ να περάσω κατά μήκος της Αμαλίας παρέα με τον Η. Με ορατότητα περιορισμένη ανάμεσα από τις διμοιρίες. Ένιωθα αγνό φόβο. Τον είχα πιάσει απ’ το χέρι και του έλεγα «μη πηγαίνεις γρήγορα, μην απομακρύνεσαι». Ένιωθα σαν να περπατάω δίπλα σε άγρια, επικίνδυνα ζώα. Με έμφαση στο «επικίνδυνα».